- λόξιγκας
- οβαθιά εισπνοή με ταυτόχρονη παραγωγή χαρακτηριστικού ήχου που οφείλεται στη συστολή του διαφράγματος: Με έπιασε ένας λόξιγκας που δε σταματούσε με τίποτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.